Translate

Tuesday, April 22, 2008

Ο αμφίβιος





Για σέν' αμφίβιε ποιητή, κάθε λευκή σελίδα
είν' ένα πέλαγο θολό και παγωμένο
γυμνός μέσα του ρίχνεσαι, με την ελπίδα
να βρεις τον λόγο τον μεστό... μα διαλυμένο 

που περιμένει άφθαρτος στην άμμο του βυθού
τον τολμηρό τον βουτηχτή. Με την πνοή του νου
και με τη θεία έμπνευση, θα τον αρμολογήσει
και φέρνοντάς τον στη στεριά, τα μάγια θ' αφανίσει
μιας πολιτείας που ριγά, στα δίχτυα ης αράχνης
κι από την ψύχρα τρέμει, της κρυσταλλένιας πάχνης...

Αντρειωμένε ποιητή, μη τους αφήνεις να χαθούν
όσο κι αν δεν το ξέρουν, προσμένουν τα τραγούδια
φωτιές σπείρε τα λόγια σου να ζεσταθούν
μη μαραθούνε της καρδιάς τους τα λουλούδια...



(1995)

Thursday, March 6, 2008

Θήβα 2002 μ. Χ.



Θήβα, δέντρο φυλλοβόλο, ριζωμένο
σε αίγλης αρχαίας το αόρατο μούλιασμα
κάτω απ’ την άσφαλτο μια πήχη
η επτάπυλος κοιμάται μεγάλη μητέρα
-σταλαγματιές μέρες χρυσές, γλυκό νανούρισμα
στολισμένη, περήφανη
λάρνακες, χαμένοι θησαυροί και πήλινα
και των οστών το σιγαλό μουρμούρισμα-

Και συ μονάκριβη κόρη, στα χέρια ευχής
της νεκρής ανεμίζεις, σημαία ζωής
με δρόμους, αυτοκίνητα και τέντες
με τζιν και δίκοπους σταθμούς, με μπαρ
στρατόπεδα κι ανέμελα σχολεία
αλλοιωμένη, δίχως πρόσωπο
από τη κίτρινη που σωρεύεται σκόνη
κι από των ζωντανών την αμνησία

Και συ πικρή γεροντοκόρη, που γάμο λαμπρό
μόνο ονειρεύτηκε, ποτέ δεν είδε
και το αγκάλιασμα της δόξας
τώρα τη μάνα σου φοβάσαι να θυμάσαι
και νύχτα σκάβεις για να χτίσεις, μη δεις
το φως της... και μην ακούσεις
ψιθύρους ενός Επαμεινώνδα που επιμένει
στην ίδρυση μιας φάλαγγας ξανά…λοξής!

Γέρο εσύ μαρμάρινε -θροΐζουν αδιάκοπα
τριγύρω σου, με έγνοιες οι διαβάτες-
τι βλέπουν τ’ άσπρα μάτια σου στην ερημιά
στην έκσταση της λήθης; Του δέντρου
ετούτου τα χρυσά, αποδημητικά  πουλιά
θα ξαναρθούν; Θ’ απλώσουνε στα πέρατα
ποτέ μαντατοφόροι, την είδηση ανάστασης
ξανά της επταπύλου;



(2002)

Sunday, January 20, 2008

Οι ατελέσφοροι


i

Αυτός ο τόπος, δεν είναι τόπος μόνο ζωντανών
οι νεκροί -προπαντός οι ηττημένοι νεκροί-
έχουν στις πέρα απλωσιές κατασκηνώσει
μένουν εδώ, πεισματικά προσηλωμένοι οι δικοί μας ασώματοι
πέφτουν στο χαράκωμα τις νύχτες, ρίχνουνε ντουφεκιές
θαρρώντας πως τα βόλια τους οι στεναγμοί
σα στίφη θα περάσουν τη θολή γραμμή για να χτυπήσουν
ό,τι εδώ τους νίκησε και άρχει ακόμη

-Αυτός ο τόπος έχει έναν βασιλικό καταμεσής του στήθους-

Με αίμα το όνειρο έντυσαν και με φωτιά
σήκωσαν το πόδι ευθαρσώς ψηλά, τ΄ αόρατο να βρουν σκαλί
που στους κήπους των ουρανών θα οδηγούσε
 όμως δε βρήκαν το σκαλί -ούτε ποτέ κανείς-
τα τριχωτά ποδάρια τους, στο χώμα πέσαν πάλι
ζωγραφίζοντας ίχνη τα πέλματα, ανάκατα εδώ κι εκεί

Πέσαν κι αυτοί... γίναν αδέσποτα παράπονα
και μόνο την ύστατη στιγμή, που όλα λάμπουν
την ιστορία είδαν τέρας φριχτό πάνω τους νάρχεται
με τόνους κίτρινης σκόνης βουερής, έτοιμης να σκεπάσει
τις μάταιες των ονείρων εγκαθιδρύσεις, έτοιμης να σκεπάσει
των αθώων τα φάσματα

-Μα πότε σηκώθηκε ένα άτρωτο όνειρο
ποιος τόχτισε στου κάστρου τα ντουβάρια να ριζώσει
χωρίς να το σκοτώσει-

Δοσμένη στο βάρος η κίτρινη σκόνη
κάθεται πάνω στα μισά, κάθεται πάνω στα παράπονα
βυθίζει στην άμμο αφανισμένους καιρούς, κούφια οστράκια...

Κι εγώ της αβύσσου ποιητής
μ΄ όλα τα χέρια μου ψηλά, πλοκάμια στο χάος τεντωμένα
ικετεύω την έλευση της φοβερής κραυγής, του λυτρωμού
που τα χαμένα πάλι κάτω απ΄ την άμμο θα σαλέψουν...

Αφού συνεχώς σκληραίνουμε, θα γίνουμε αγάλματα!


 ii

Νάταν η φλόγα της μνήμης που σύνεση γεννάει
νάσβηνε μια στιγμή κι απ’ τις ραγισματιές του χρόνου
να μη περνούσαν οι αρχαίοι στεναγμοί
μόνο η κάθε στιγμή να στάζει από τα μάτια
να σπάει το τσόφλι του μέσα μας αυγού
και ν΄ ανασταίνεται μικρό πουλί
που ακούγεται να περπατά πάνω στα σπλάχνα μας
καρδιοχτυπώντας αϊτός να γίνει…

-Σ΄ αυτό το τόπο γλάστρες βασιλικών και κυπαρίσσια λόγχες-

Μια κι η γαλήνη δε βολεύεται ποτέ πάνω σε αίμα που κοχλάζει
πάντα εδώ θα φτάνουνε αντιλαλιές των στεναγμών
για νάναι πιο υποφερτές οι τρικυμίες
κι αφού συνεχώς σκληραίνουμε, αγάλματα
αγάλματα θα γίνουμε με άσπρα μάτια
αγάλματα μ΄ έναν αϊτό στα σπλάχνα
αγάλματα...

που δε φαντάζονται πια κείνους τους κόσμους
μ΄ αγγελικούς ανθρώπους να πετούν γυμνοί, μακάριοι χορευτές
ούτε βιολιά πλανώμενα να παίζουν μόνα τους εξαίσιες μουσικές
μόνο αδέξιους φαντάζονται χωριάτες
να πολεμάνε μάταια να μάθουνε χορούς
φαντάζονται τεχνίτες κουρασμένους και κυρτούς
μες στα μεσάνυχτα να φτιάνουνε βιολιά
και μουσουργούς με πυρετό
να στήνουν αυτί στον άνεμο
κλέβοντας νότες φάλτσες...


 -1995 ή '96-